- αὐτόστολος
- αὐτόστολοςself-sentmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόστολος — αὐτόστολος, ον (Α) αυτός που έρχεται και εκτελεί κάτι από μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόλος < στέλλω] … Dictionary of Greek
αὐτόστολον — αὐτόστολος self sent masc/fem acc sg αὐτόστολος self sent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)